ὀλιγόωρος

ὀλιγόωρος
ὀλιγόωρος
lasting a few hours
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολιγόωρος — και λιγόωρος, η, ο (Α ὀλιγόωρος, ον) αυτός που διαρκεί λίγες ώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ωρος (< ὥρα)] …   Dictionary of Greek

  • λιγόωρος — η, ό, βλ. ολιγόωρος …   Dictionary of Greek

  • σιέστα — η, Ν (ξεν. τ.) μεσημβρινός, συνήθως ολιγόωρος, ύπνος για ανάπαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπαν. siesta < λατ. sexta (hora) «έκτη (ώρα)», δηλ. το απόγευμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”